υποθηκίμαιον

υποθηκίμαιον
τὸ, Α
η υποθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποθηκιμαίος — αία, ον, Α 1. (για ακίνητο περιουσιακό στοιχειό) ο επιβαρημένος με υποθήκη, ενυπόθηκος·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποθηκιμαῑον ενέχυρο, εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. ὑποβολ ιμαῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”